- διαστηματικός
- διαστηματικόςproceeding by intervalsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαστηματικός — ή, ό (Α διαστηματικός, ή, όν) 1. αυτός που χωρίζεται με διαστήματα 2. αυτός που έχει έκταση ή διαστάσεις αρχ. 1. αυτός που δηλώνει απομάκρυνση, όπως η αντωνυμία εκείνος 2. μουσ. αυτός που χωρίζεται με διαστήματα … Dictionary of Greek
διαστηματικώτερον — διαστηματικός proceeding by intervals adverbial comp διαστηματικός proceeding by intervals masc acc comp sg διαστηματικός proceeding by intervals neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικῶν — διαστηματικός proceeding by intervals fem gen pl διαστηματικός proceeding by intervals masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικόν — διαστηματικός proceeding by intervals masc acc sg διαστηματικός proceeding by intervals neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικοῖς — διαστηματικός proceeding by intervals masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικοῦ — διαστηματικός proceeding by intervals masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικῆς — διαστηματικός proceeding by intervals fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικῇ — διαστηματικός proceeding by intervals fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματική — διαστηματικός proceeding by intervals fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστηματικήν — διαστηματικός proceeding by intervals fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)